Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποπνικτικός
- απόδοση: πνιγηρός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ας πηγαίνουμε καλύτερα το περιβάλλον το βρίσκω αποπνικτικό
το διαμέρισμα παρουσιάζει αποπνικτική ατμόσφαιρα