Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απομεινάρι
- απόδοση: τμήμα συνόλου που παραμένει ως υπόλοιπο από αυτό που παρουσιάζει χρησιμότητα ή όχι
- συγγενές: υπόλειμμα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απέμειναν τα απομεινάρια της πάλαι ποτέ αυτοκρατορικής δόξης
απομεινάρια παρελθόντων χρόνων