Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποκλειστικός
- απόδοση: που ανήκει σε άτομο ή ομάδα / που ανήκει σε ένα μόνο πράγμα ή ομάδα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διατηρεί δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του δώματος της κατοικίας
διατηρεί τα αποκλειστικά δικαιώματα εν Ελλάδι δια μία δεκαετία
έχει την αποκλειστική χρήση του χώρου
λ αντιπρόσωπος της εν λόγω εταιρείας για την Κύπρο