Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποκαταστάσιμος
- απόδοση: ο δυνάμενος να επανέλθει σε πρότερη κατάσταση / ο δυνάμενος να επανορθωθεί
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η προκληθείσα βλάβη είναι περιορισμένη & αποκαταστάσιμη ευκόλως