Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποκατασταθείς
- απόδοση: που επανήλθε σε πρότερη κατάσταση / που επανήλθε σε πρότερη θέση / ο έχων εξασφαλισμένο το μέλλον του από οικονομικής κυρίως απόψεως
- γένη: -είς -είσα -έν
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δείγμα θαυμάσιας αρχιτεκτονικής το αποκατασταθέν νεοκλασικό επί της Ερμού