Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απίστευτος
- απόδοση: που δεν μπορεί κανείς να τον πιστέψει / που δεν γίνεται πιστευτός / για κάτι το πρωτοφανές ή πρωτάκουστο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διακατέχεται από απίστευτη καφεμανία
επωμίσθηκε από νεαρός απίστευτες υποχρεώσεις
λ ο αριθμός των διαδηλωτών
τον χαρακτηρίζει απίστευτη ειλικρίνεια