Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άπειρος - 1
- απόδοση: ο απεριόριστα μεγάλος ποσοτικά ή αριθμητικά
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναγκάσθηκε να δεχθεί άπειρους εξευτελισμούς
κατέβαλε άπειρες προσπάθειες
κατέκτησε άπειρες νίκες στο άθλημα