Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απαρχαιωμένος
- απόδοση: που βρίσκεται υπό το πνεύμα παλαιότερων εποχών / που δεν έχει εκσυγχρονισθεί & δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολουθεί απαρχαιωμένη πρακτική > μέθοδο > τεχνική
εξέφρασε εντελώς απαρχαιωμένες αντιλήψεις επί θεμάτων παιδείας
οι αστικές συγκοινωνίες διαθέτουν απαρχαιωμένο τροχαίο υλικό
υποστηρίζεται από απαρχαιωμένο σύστημα αρχειοθέτησης