Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απαραίτητος
- απόδοση: ο απόλυτα αναγκαίος / ο αναπόφευκτος / που δεν μπορεί να γίνει κάτι χωρίς αυτόν
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απαραίτητη διευκρίνιση για την αποκατάσταση της αλήθειας
απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για εισαγωγή στη Σχολή Ευελπίδων
διαθέτει λόγω κουλτούρας την απαραίτητη παιδεία
η παρουσία κρίνεται απαραίτητη στη γενική συνέλευση των μετόχων
θεωρεί το δεκατιανό ως απαραίτητο πρόγευμα
οι απαραίτητες προϋποθέσεις υφίστανται επαρκώς
προσήλθε κι ο απαραίτητος μαϊντανός
φρόντισε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα σύνεργα