Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απαράδεκτος
- απόδοση: ο κινούμενος πέραν των ορίων των κοινώς αποδεκτών αξιών
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναιτιολόγητη η συμπεριφορά του & επιεικώς απαράδεκτη
απαρχαιωμένο & απαράδεκτο περιβάλλον από απόψεως υγειονομικής
αρνήθηκε θαρρετά τους απαράδεκτους όρους
βιώνουμε απαράδεκτη κατάσταση
χρησιμοποιεί απαράδεκτες μεθόδους για την επίτευξη των στόχων