Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απαιτούμενος
- απόδοση: ο τελείως απαραίτητος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαθέτει λόγω ψυχισμού επαρκώς την απαιτούμενη υπομονή
επιδιώκει την απαιτούμενη προβολή του προϊόντος
η απαιτούμενη πείρα που προϋποθέτει η εργασία αυτή είναι ασύλληπτη
οι εγκαταστάσεις του γηπέδου στερούνται της απαιτούμενης υποδομής
πολυσυζητημένο βιβλίο το οποίο δεν προκάλεσε καν το απαιτούμενο ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού