Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άξιος
- απόδοση: ικανός / πολύτιμος / που έχει προσόντα & ικανότητες
- αντίθετο: ανάξιος
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άξια συγχαρητηρίων για τις προσπάθειές της
αποδείχθηκε λ της εμπιστοσύνης μου
λ της μοίρας του > της τύχης του