Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αξιόπιστος
- απόδοση: που εμπνέει εμπιστοσύνη / που είναι άξιος της εμπιστοσύνης μας
- αντίθετο: αναξιόπιστος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακριβό αλλά καλοφτιαγμένο & αξιόπιστο εργαλείο
ενημερώθηκε ακροθιγώς από αξιόπιστη πηγή
επιφυλάσσομαι κύριε επιτρέψατε δε να πω πως δεν το θεωρώ αξιόπιστο προϊόν
την μελέτη συνέταξε ένα άκρως αξιόπιστο άτομο
τον συμβουλεύομαι διότι πρόκειται για αξιόπιστο πρόσωπο
υπήρξε λ δημοσιογράφος