Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αξέχαστος
- απόδοση: αλησμόνητος / που έχει χαραχθεί έντονα στο θυμητικό / αναφερόμενοι σε νεκρό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ομολογουμένως περάσαμε μια αξέχαστη βραδιά
πρόκειται για αξέχαστες μέρες παραμένουσες ζωντανές στο μνημονικό
υπήρξε αξέχαστη εποχή