Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανώτερος
- απόδοση: ο ευρισκόμενος σε υψηλή στάθμη βαθμίδας ή ιεραρχίας / ο ποιοτικά καλύτερος ή ποσοτικά μεγαλύτερος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απόμακρος μεν πρόκειται δε για ανώτερο άνθρωπο
διαφωνώ αντιθέτως δε τον χαρακτηρίζω καλλιτέχνη ανωτέρου επιπέδου
εδέχθη εκ μέρους του πατέρα κόσμημα ανωτέρας αξίας
θεωρείται το ανώτερο όλων
τον πίεσε δια λόγους ανωτέρας βίας