Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανυπαρξία
- απόδοση: πλήρης έλλειψη ή ανεπάρκεια / απουσία / το να μην έχει υπάρξει ή το να μην υπάρχει κάτι / η μη λήψη υποστάσεως
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
μεγιστοποιεί την λ του δια της συνεχούς απραξία