Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανύπαρκτος
- απόδοση: που δεν υπήρξε ή που δεν υπάρχει / ο εντελώς ανεπαρκής
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ως σύζυγος υπήρξε ανέκαθεν ο μέγας λ