Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανθρώπινος
- απόδοση: που τον χαρακτηρίζει ευαισθησία & ευγένεια αισθημάτων / που ικανοποιεί τις ανθρώπινες ανάγκες
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιμετωπίζουμε μία όχι ευχάριστη ανθρώπινη κατάσταση
αποτελεί αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα
εκ των ένθερμων υποστηρικτών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
το ατύχημα οφείλεται σε ανθρώπινο σφάλμα
το ενδιαφέρον του ορμάται κυρίως από ανθρώπινη περιέργεια
τον διακατέχει ανθρώπινη αδυναμία προς κάθε τι το ερωτικό
ως γιατρός υπήρξε άριστος γνώστης του ανθρώπινου σώματος