Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανεπαρκής
- απόδοση: ο από ποσοτική ή ποιοτική άποψη μη επαρκής για την ικανοποίηση αναγκών ή την εκτέλεση έργου
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λ η προσφερόμενη βοήθεια
ο νόμος περί ναρκωτικών ουσιών είναι καθ΄ όλα λ