Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αμίαντος
- απόδοση: αμόλυντος / παρθενικός / αγνός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λ ηγέτης ο περί ου ο λόγος
λ ηγέτης ο περί ου ο λόγος