Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αμελητέος
- απόδοση: λίγος & ασήμαντος / που δεν χρειάζεται να λαμβάνουμε υπ’ όψιν
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η διαφορά μεταξύ καλού & κακού είναι μικρή & αμελητέα κατ΄ αυτόν