Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ακολουθούμενος
- απόδοση: που κινείται πίσω από κάποιο άλλο πρόσωπο ή πράγμα / που συνοδεύει / που προχωρεί προς κάποια κατεύθυνση / που συμβαίνει ύστερα από κάτι άλλο ως συμπλήρωμα ή ενέργεια
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αυστηρότατη η ακολουθούμενη δίαιτα
δεν παρεκκλίνει ούτε κατ΄ ελάχιστον από την ακολουθούμενη διατροφή
καθ΄ όλα χριστιανική η ακολουθούμενη αγωγή
πειθαρχεί αγόγγυστα στις ακολουθούμενες οδηγίες