Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ακατάστατος
- απόδοση: που δεν αρέσκεται στην ευταξία / που δεν τακτοποιεί το χώρο που κατοικεί ή εργάζεται
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από νέος διαμόρφωσε βίον ακατάστατον
ζει μόνος σε ένα απίστευτα ακατάστατο περιβάλλον
παρουσιάζει εικόνα ακατάστατης σκέψης