Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υπηρεσιακός
- απόδοση: που έχει σχέση με την υπηρεσία ή που προέρχεται από αυτή / προκειμένου για υπάλληλο απόλυτα προσηλωμένο στην διεκπεραίωση των υπηρεσιακών καθηκόντων
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’