Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χειραφετημένος
- απόδοση: ο απαλλαγμένος από γονική εξουσία ή από κάθε μορφή εξάρτησης / η απαλλαγμένη από περιορισμούς & ανδρική κηδεμονία
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το Υπουργείο Εξωτερικών οφείλει να ακολουθεί χειραφετημένη πολιτική
υπήρξε στα νιάτα της χειραφετημένη γυναίκα
√ απόδοση: απελευθερωμένη