Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χαιρέκακος
- απόδοση: που χαίρεται με τις συμφορές που συμβαίνουν σε άλλους
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
χαιρέκακο άτομο ενσυνείδητο & εκ πεποιθήσεως