Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φωνασκία
- απόδοση: θορυβώδης & ενοχλητική ομιλία / δυνατές φωνές
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εξαντλεί τον συνομιλητή του με αλαζονικές φωνασκίες