Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φρόνιμος
- απόδοση: που ενεργεί με σύνεση & ωριμότητα / που τον χαρακτηρίζει ήθος & σεμνότητα / ο πειθαρχικός
- συγγενές: μυαλωμένος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δεν είναι φρόνιμο να αυθαδιάζεις
υπάκουο & φρόνιμο παιδί που δεν κούρασε ούτε κατά διάνοια τους γονείς του
φρόνιμο είναι να απέχεις από αυτές τις καταστάσεις