Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φιλοπαίγμων
- απόδοση: ο αγαπών να παίζει να αστειεύεται / ο ευτράπελος / ο χωρατατζής / ο γλεντζές
- γένη: -ων -ων -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
φιλοπαίγμον άτομο που διασκόρπισε τα ευκόλως κτηθέντα εις το χαρτοπαίγνιον με την αυτή ευκολία με την οποία τα απέκτησε