Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φιλικός
- απόδοση: που αναφέρεται στον φίλο ή στην φιλία
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναφέρομαι σε φιλικό πρόσωπο
βρέθηκε σε φιλικό περιβάλλον
είναι ιδιαίτερα αγαπητός στο φιλικό κύκλο
προϊόν φιλικό προς το περιβάλλον
τον αντιμετώπισε με φιλική διάθεση
του προσέφερε φιλική συμβουλή