Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φιλέκδικος
- απόδοση: που του αρέσει να εκδικείται / ο εκδικητικός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εκ φύσεως φιλέκδικο άτομο > πλάσμα