Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φερόμενος
- απόδοση: συμπεριφερόμενος με ορισμένη συμπεριφορά
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανοήτως φερόμενος οδήγησε δια των επιλογών του την επιχείρηση σε αδιέξοδο
ευπρεπώς > απρεπώς > επηρμένως > υπεροπτικώς > αλαζονικώς > ηπίως > παρορμητικώς φερόμενος
φερόμενος ελληνοπρεπώς
χυδαϊστή > λαϊκιστή > μπαναλιστή φερόμενος