Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φαλλοκρατικός
- απόδοση: που αναφέρεται στον φαλλοκράτη που αντιμετωπίζει το ανδρικό φύλλο ως ανώτερο του θηλυκού
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τον διακατέχουν ακραίες φαλλοκρατικές αντιλήψεις σε σημείο που εγγίζουν τα όρια του μισογυνισμού