Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποχείριο
- απόδοση: προκειμένου για προσωπικότητα με εκμηδενισμένη θέληση η οποία έχει περιέλθει στην άμεση επιρροή κάποιου χειραγωγούμενη πλήρως
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δια του γάμου του μεταβλήθηκε σε λ της αυταρχικής & δεσποτικής συζύγου του