Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποκρινόμενος
- απόδοση: προσποιούμενος συναισθήματα ή συμπεριφορά
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δεν εφαρμόζει αυτά που υποκρινόμενος κηρύττει
ζει υποκρινόμενος ευτυχή βίο με την συμβία του