Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποβόσκων
- απόδοση: κάτι που αναπτύσσεται κρυφίως & υπούλως
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από εντόνως υποβόσκοντα επαρχιωτισμό
το υποβόσκον προαιώνιο μίσος μεταξύ των μαχόμενων λαών καθιστά αδύνατη την επίτευξη συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός