Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υπερφίαλος
- απόδοση: που χαρακτηρίζεται από ματαιόδοξο συναίσθημα ανωτερότητος / ο εκχειλίζων αλαζονεία / ο αυθάδης / που προβάλλει τα υπαρκτά ή & ανύπαρκτα προσόντα του
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
όπως το συνηθίζει άλλωστε προέβαλε υπερφίαλες αξιώσεις