Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υπερπροστατευτικός
- απόδοση: που ενεργεί με υπερβολικά προστατευτική διάθεση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ως μητέρα υπήρξε υπερπροστατευτική απέναντι στο μοναχοπαίδι της