Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ύβρις
- απόδοση: βρισιά / η αλαζονική υπέρβαση του ανθρώπινου μέτρου / αυθάδεια που πηγάζει από συναίσθηση υπερβολικής δύναμης
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εκτόξευσε ακατανόμαστες ύβρεις επί δικαίων & αδίκων εν τω μένει του λόγου του