Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σχοινοβατών
- απόδοση: που επιδίδεται σε σχοινοβασίες / που αντιμετωπίζει τεταμένες καταστάσεις με παράτολμους χειρισμούς
- γένη: -ών -ούσα -όν
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τελευταίως κινείται λ σε τεντωμένο σχοινί