Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σύμπραξη
- απόδοση: η συνεργασία σε κάποια ενέργεια δραστηριότητα ή λειτουργία ατόμων ή παραγόντων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η κατάσταση όπως εξελίχθηκε απαιτεί την λ όλων