Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συμπαραστάτης
- απόδοση: που βοηθάει / που συμπαραστέκεται σε κάποιο άτομο ή ομάδα ατόμων
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απεδείχθη αφοσιωμένος λ με νεύρο θέληση & ζωντάνια