Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σιωπηλός
- απόδοση: που δεν εκφράζει γνώμη ή άποψη / που σωπαίνει
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
συναντήθηκα κατ΄ ιδίαν με τον περιέργως σιωπηλό περί του προκύψαντος θέματος προϊστάμενο του Λογιστηρίου