Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιορισμός
- απόδοση: η ενέργεια της μείωσης της ελάττωσης ή της περιστολής
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απεδέχθη τον περιορισμό του καπνίσματος αρχής γενομένης από σήμερον