Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πολυσχιδής
- απόδοση: που διακλαδίζεται σε πολλά μέρη / η πολύπλευρη δραστηριότητα
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιδόθηκε ως επιχειρηματίας σε πολυσχιδή δραστηριότητα