Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προγραμματισμένος
- απόδοση: που προσχεδιάζει τις ενέργειες & την δράση του
- αντίθετο: απρογραμμάτιστος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δεσμεύομαι με προγραμματισμένη συνάντηση > υποχρέωση > συνεστίαση
√ απόδοση: η εκ των προτέρων σχεδιασμένη & καθορισμένη χρονικάκαθ΄ όλα προγραμματισμένος άνθρωπος
√ απόδοση: που σχεδιάζει εκ των προτέρων αυτό που πρόκειται να πράξει