Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προκλητικός
- απόδοση: που προκαλεί / προκειμένου για ενέργειες που εμπεριέχουν πρόκληση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανέκαθεν υπήρξε προκλητική γυναίκα ακόμη & τώρα που κάμφθηκε από τον χρόνο
έκανε την εμφάνισή του στην ομήγυρη έχων προκλητική συμπεριφορά
έχουσα προκλητική αμφίεση προσέλκυσε τα βλέμματα των παρευρισκομένων