Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσιτός
- απόδοση: που μπορείς να τον πλησιάσεις χωρίς δυσκολία / που μπορείς να τον αποκτήσεις σχετικά εύκολα / που η πρόσβαση σε αυτόν είναι εύκολη
- αντίθετο: απρόσιτος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
στην αγορά διατίθενται αγαθά προσιτά στους πάντες λόγω υπερεπάρκειας
θεωρείται προσιτό από οικονομικής απόψεως