Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσπάθεια
- απόδοση: καταβολή σωματικών πνευματικών ή ψυχικών δυνάμεων για την επίτευξη σκοπού ή υλοποίηση προσδιορισμένου στόχου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η προσπάθειά του έπεσε στο κενό
κατέβαλε ελάχιστη προσπάθεια με αμελητέα αποτελέσματα
προσπάθεια η οποία υπήρξε ατελέσφορη