Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προφύλαξη
- απόδοση: η μέριμνα απομακρύνσεως κινδύνου ή δυσάρεστης καταστάσεως
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άτομο ιδιαίτερα προσεκτικό που λαμβάνει όλες τις σοφές προφυλάξεις